ανεκμυστήρευτος

ανεκμυστήρευτος
-η, -ο
επίρρ. εκείνος τον οποίο δεν εκμυστηρεύτηκε, δεν ανακοίνωσε κανείς σε άλλον: Τις σκέψεις και τα συναισθήματά του πάνω στο ζήτημα αυτό τα κρατούσε ανεκμυστήρευτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεκμυστήρευτος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν έχει ακόμη ή δεν πρέπει να εκμυστηρευθεί, να ανακοινώσει εμπιστευτικά κάποιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”